Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοῖς ξυμπροθυμηθεῖσι τὸν ἔκπλουν

См. также в других словарях:

  • συμπροθυμούμαι — έομαι, Α [προθυμοῡμαι] 1. έχω την ίδια προθυμία με άλλον, είμαι επίσης πρόθυμος («ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ὑμεῑς συμπροθυμῆσθε», Ξεν.) 2. προάγω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τοῑς ξυμπροθυμηθεῑσι τῶν ῥητόρων τὸν ἔκπλουν», Θουκ.) 3. συνεργώ σε κάτι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»